ανισοψηφία

ανισοψηφία
η неравенство числа голосов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανισοψηφία" в других словарях:

  • ανισοψηφία — η ανισότητα στον αριθμό των ψήφων, μη ισοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανισόψηφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»